- ἐξεσύρη
- ἐκ-σύρωdrawaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσύρω — ἐκσύρω (Α) σέρνω έξω, αποκομίζω (παθ. αόρ., εξεσύρη σύρθηκε έξω, Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek